- καρπολογία
- ησυλλογή καρπών, συγκομιδή: Ασχολούνται με την καρπολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρπολογία — η (Μ καρπολογία) [καρπολογώ] η συλλογή καρπών, η συγκομιδή … Dictionary of Greek
καρπολογίαν — καρπολογίᾱν , καρπολογία gathering of fruit fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
καρπολόγημα — το [καρπολογώ] καρπολογία* … Dictionary of Greek